- αναπηνιζομαι
- ἀναπηνίζομαιἀνα-πηνίζομαιразматывать, раскручивать
(τὰ βομβύκια Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰ βομβύκια Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀναπηνιζόμεναι — ἀναπηνίζομαι unwind pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπηνίζονται — ἀναπηνίζομαι unwind pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… … Dictionary of Greek